- χαρτοφύλακας
- Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα των επισκοπικών εγγράφων και να βάζει την υπογραφή του (καθώς και στα ίσα αντίγραφα), ακόμα δε τη χρονολογία και την επισκοπική σφραγίδα. Ως μόνιμος αντιπρόσωπος του επισκόπου έχει καθήκον να κάνει την κατηχητική διδασκαλία και να κηρύσσει τον λόγο του Θεού. Να ασκεί την επισκοπική δικαιοδοσία, κατά την οποία, όταν απουσίαζε ο επίσκοπος, ο χ. προήδρευε στο επισκοπικό δικαστήριο για πειθαρχικές και χρηματικές υποθέσεις κληρικών και μοναχών, όταν δε είναι παρών ο επίσκοπος ο χ. είναι μέλος του επισκοπικού δικαστηρίου, κάνει τις εισηγήσεις των υποθέσεων και απευθύνει τα ερωτήματα σε αυτούς που δικάζονται. Επίσης ο χ. ερευνά τα, σχετικά με τον βίο του κλήρου της επισκοπής και έχει το δικαίωμα να εξομολογεί ή να αναθέτει αυτό το δικαίωμα σε άλλους με ένταλμα ή ενταλτήριο γράμμα.
* * *ο / χαρτοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑεκκλ. το αξίωμα τού γραμματέα και αρχειοφύλακα τού πατριαρχείου και τών επισκοπών, καθώς και τών μοναστηριώννεοελλ.1. δερμάτινη, συνήθως, θήκη για τη φύλαξη και τη μεταφορά εγγράφων, κν. τσάντα2. υπόστρωμα που τοποθετείται σε γραφείο και πάνω στο οποίο γράφει κανείς ή μέσα στο οποίο φυλάγει διάφορα έγγραφα3. το μέρος ή το έπιπλο όπου φυλάσσονται έγγραφα4. εκκλ. αξίωμα που ανήκει στην τέταρτη τάξη τής πρώτης πεντάδας τού χορού τών οφικίων τής Εκκλησίας και το οποίο απονέμεται με ειδική ακολουθία από τον πατριάρχη σε εκκλησιαστικά πρόσωπα και σε λαϊκούς για τις υπηρεσίες τους προς την Εκκλησία και το έθνοςμσν.-αρχ.αυτός που φυλάσσει έγγραφα, αρχειοφύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + φύλαξ / -ακας].
Dictionary of Greek. 2013.